- διετείναντο
- διατείνωstretch to the uttermostaor ind mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατείνω — (AM διατείνω) 1. τεντώνω, τείνω εντελώς 2. μέσ. διατείνομαι ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, επιμένω στη γνώμη μου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διατείνουσα κεραία τών παλαιών ιστιοφόρων, την οποία τοποθετούσαν για να επεκτείνουν τετράγωνο ιστίο και να… … Dictionary of Greek